- κουροκτόνος
- κουροκτόνος, -ον (Α)αυτός που σκοτώνει παιδιά, παιδοκτόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο-κτόνος, μητρο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek